περιένδυμα

περιένδυμα
το, Ν
αυτό που περιενδύει, που καλύπτει ολόγυρα κάτι («περιένδυμα νωτιαίου μυελού»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περιενδύω. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Εφημερίς].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”